# | ell | fra |
---|
1 | “Μαμά, είμαι ερωτευμένη με μια άλλη γυναίκα” | “Maman, je suis amoureuse d'une femme” |
2 | Με αφορμή τον εορτασμό της Μέρας της Μητέρας την Κυριακή, 12 Μαΐου, η φεμινίστρια ακτιβίστρια Amárilis Pagán γράφει για την εμπειρία της [es], όταν είπε στη μητέρα της ότι ήταν ερωτευμένη με μια άλλη γυναίκα: | A l'occasion de la Fête des mères, qui a lieu le 12 mai à Porto Rico, Amárilis Pagán, une militante féministe a choisi de raconter [lien en espagnol] l'aveu à sa mère de son amour pour une autre femme. |
3 | Την ημέρα που είπα στη μαμά μου ότι είχα ερωτευτεί μια γυναίκα, έβγαλε μια μεγάλη και σπαραχτική κραυγή. | Le jour où j'ai dit à ma mère que j'étais amoureuse d'une femme, elle a poussé un cri long et déchirant. |
4 | Ήταν σαν να της είπε κάποιος ότι η κόρη της πέθανε…και σε ένα βαθμό πιστεύω κάτι τέτοιο έγινε. | C'était comme si quelqu'un lui avait dit que sa fille était morte….et d'une certaine façon je pense que c'est un peu ce qui s'est produit. |
5 | Κάτι μέσα μου πέθανε και κάτι μέσα της πέθανε, επίσης. | Quelque chose en moi est mort, et quelque chose en elle aussi. |
6 | Ποτέ δεν αποδέχτηκε τη σχέση μου και η αγάπη αυτή που γέμιζε τη ζωή μου για τόσα χρόνια της είναι ακόμη άγνωστη. | Elle n'a jamais accepté mes relations, et cet amour qui a comblé ma vie pendant tant d'années est toujours inconnu d'elle. |