# | ell | spa |
---|
1 | Πώς να μη “σβήσει” στο χρόνο η γλώσσα ντιβέχι | Cómo no dejar morir la lengua dhivehi |
2 | H ντιβέχι, η εθνική γλώσσα των Μαλδίβων, είναι μια γλώσσα πίτζιν, που ομιλείται κυρίως από τους κατοίκους των Μαλδίβων. | Dhivehi, la lengua nacional de Maldivas, es una lengua pidgin hablada principalmente por los maldivos. |
3 | Ωστόσο, πρακτικά όλοι οι κάτοικοι μιλάνε αγγλικά, την ανεπίσημη δεύτερη γλώσσα, καθώς είναι η γλώσσα που χρησιμοποιείται στο σχολικό πρόγραμμα της χώρας. | Sin embargo, casi todos los maldivos hablan inglés, el segundo idioma oficial, porque es la lengua usada en el programa oficial de las escuelas maldivas. |
4 | Η έλλειψη των κατάλληλων γλωσσικών προτύπων εμποδίζει την ανάπτυξη της ντιβέχι. | La falta de normas lingüísticas está impidiendo el crecimiento del dhivehi. |
5 | Η Aishath Khashia στο Work of Art [en] συζητά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ντιβέχι και πώς μπορεί να αναπτυχθεί και να επεκταθεί. | Aishath Khashia [en] en Work of Art analiza los desafíos que enfrenta la lengua dhivehi y cómo desarrollarla y difundirla. |