# | ell | spa |
---|
1 | Ανατολικό Τιμόρ: Μήνυση της κυβέρνησης εναντίον πολυεθνικής πετρελαϊκής εταιρείας | Timor Oriental: el gobierno enjuicia a petrolera multinacional |
2 | Η κυβέρνηση του Ανατολικού Τιμόρ έκανε μήνυση [en] στην πολυεθνική εταιρεία πετρελαίου και αερίου ConocoPhilipps, επειδή δεν μπόρεσε να πληρώσει τους σωστούς φόρους και άλλα τέλη. | El gobierno de Timor Oriental ha enjuiciado [en] a la empresa multinacional de gas y petróleo ConocoPhilipps [en] por la falta de pago de impuestos y otras tasas. |
3 | Ο πετρελαϊκός τομέας είναι η μεγαλύτερη πηγή εσόδων της χώρας. | El sector petrolero es la principal fuente de ingresos del país. |